- συνεισειμι
- συνείσειμισυν-είσειμι1) одновременно или вместе входить
(εἰς τοὺς πόρους ἅμα τινί Arst.)
2) врываться, вторгаться(ὥσπερ πύλης ἀνοιχθείσης Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἰς τοὺς πόρους ἅμα τινί Arst.)
(ὥσπερ πύλης ἀνοιχθείσης Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνείσειμι — ΜΑ εισέρχομαι συγχρόνως («εἰσιόντος τοῡ ἀέρος συνεισιόντα ταῡτα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἴσειμι «εισέχομαι, παρουσιάζομαι»] … Dictionary of Greek